- ἀμήρυτος
- ἀμήρυτοςnot to be wound upmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμήρυτος — ἀμήρυτος, ον (Α) [μηρύομαι] 1. αυτός που δεν φθάνει σε τέλος, ατελείωτος 2. ανιαρός, βαρετός … Dictionary of Greek
ἀμήρυτον — ἀμήρυτος not to be wound up masc/fem acc sg ἀμήρυτος not to be wound up neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμηρύτοις — ἀμήρυτος not to be wound up masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμηρύτου — ἀμήρυτος not to be wound up masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμηρύτους — ἀμήρυτος not to be wound up masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμηρύτῳ — ἀμήρυτος not to be wound up masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμήρυτοι — ἀμήρυτος not to be wound up masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)